- παραίτηση
- η / παραίτησις, -ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι]εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματοςνεοελλ.1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού δικαιούχου από δικαίωμα ή από δικαιώματά του, δίχως μεταβίβαση τους σε άλλο πρόσωποαρχ.1. ένθερμη, επίμονη παράκληση, δέηση, ικεσία2. αποτροπή κακού με ευχές3. αίτηση συγγνώμης, απολογία, δικαιολογία4. συγγνώμη, συγχώρηση («παραίτησις ἁμαρτημάτων», Φιλ.)5. άρνηση, αποποίηση6. μεσιτεία, μεσολάβηση προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον, αίτηση χάριτος υπέρ κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.